- χρυσομίλητος
- η , ο1) высказывающий что-л, ценное; 2) любезный, вежливый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρυσομίλητος — η, ο, Ν χρυσόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μίλητος (< μιλώ), πρβλ. γλυκο μίλητος] … Dictionary of Greek
χρυσομίλητος — η, ο αυτός που μιλάει με καλοσύνη, αυτός που οι λόγοι του έχουν μεγάλη αξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)